Νέα Υόρκη — (New York). Πολιτεία (127.190 τ. χλμ., 19.011.378 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ, στο διαμέρισμα του Μέσου Ατλαντικού. Είναι η πολυπληθέστερη αμερικανική μεγαλούπολη, καθώς επίσης και οικονομικό, ασφαλιστικό, βιομηχανικό, εμπορικό, τουριστικό, πολιτιστικό … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… … Dictionary of Greek
Άλεν, Γούντι — (Woody Allen, Νέα Υόρκη 1935 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός, εβραϊκής καταγωγής. Γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης το 1935 και το πραγματικό του όνομα είναι Άλεν Στιούαρτ Κόνιγκσμπεργκ (Allen Stewart Konigsberg).… … Dictionary of Greek
Άξελροντ, Τζούλιους — (Julius Axelrod, Μανχάταν, Νέα Υόρκη 1912 –). Αμερικανός βιοχημικός. Από το 1933 μέχρι το 1935 υπήρξε βοηθός στο τμήμα βακτηριολογίας της ιατρικής σχολής στη Νέα Υόρκη και έπειτα χημικός στο Εργαστήριο Βιομηχανικής Υγιεινής. To 1946 εργάστηκε στο … Dictionary of Greek
ατομική βόμβα — Καταστροφικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιεί την ενέργεια που παράγεται από μια πυρηνική αντίδραση. Συνήθως ο όρος α.β. αναφέρεται στις βόμβες που χρησιμοποιούν ενέργεια της σχάσης (λεγόμενες βόμβες Α), ενώ οι βόμβες που χρησιμοποιούν την ενέργεια… … Dictionary of Greek
Γκάιτε, Κάρμεν Μαρτίν — (Carmen Martin Gaite, Σαλαμάνκα 1925 – Μαδρίτη 2000). Ισπανίδα φιλόλογος και λογοτέχνης. Έγραψε κυρίως μυθιστορήματα, ενώ παράλληλα μετέφρασε στην ισπανική γλώσσα έργα των Φλομπέρ και Έμιλι Μπροντέ. Στα ισπανικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη… … Dictionary of Greek
Γκλάσοου, Σέλντον Λι — (Sheldon Lee Glashow, Μανχάταν 1932 –). Αμερικανός φυσικός, ρωσοεβραϊκής καταγωγής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κορνέλ και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο Χάρβαρντ. Η διδακτορική διατριβή του είχε τον τίτλο Η τροχιά του μεσονίου στις… … Dictionary of Greek
Γκρίνουιτς — (Greenwich).Τοπωνύμιο της Αγγλίας και των ΗΠΑ. 1. Προάστιο στη νοτιοδυτική πλευρά του Λονδίνου όπου βρίσκεται το ομώνυμο αστεροσκοπείο, το οποίο ιδρύθηκε από τον Κάρολο Β’. Με βάση τη διεθνή συμφωνία του 1884, ο μεσημβρινός που διέρχεται από το… … Dictionary of Greek